- καταστροφέα
- καταστροφέᾱ , καταστροφεύςone who ruinsmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
βάνδαλος — ο 1. εκείνος που ανήκει στο βανδαλικό έθνος 2. αγροίκος, ακαλαίσθητος, που καταστρέφει έργα τέχνης, βάρβαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου πρβλ. αγγλ. Vandal < λατ. Vandalus < (γερμ.) *Wandaĭ «Βάνδαλος». Οι Βάνδαλοι, γερμανικός… … Dictionary of Greek
ινδουισμός — Η κυριότερη ινδική θρησκεία, που δημιουργήθηκε από τη συγχώνευση άριων δοξασιών, λαϊκών μορφών λατρείας και βραχμανισμού. H διαμόρφωση αυτού του θρησκευτικού συγκρητισμού έγινε σε συνάρτηση με τη στρατιωτική επέκταση προς τα ανατολικά και τα… … Dictionary of Greek
Αβαδδών — Λέξη εβραϊκή, που αναφέρεται στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη. H σημασία της είναι διπλή. Στην Παλαιά Διαθήκη (βιβλίο Ιώβ) σημαίνει τον τόπο της καταστροφής, κάτι ανάλογο με τον Άδη των αρχαίων Ελλήνων. Στην Καινή Διαθήκη αναφέρεται στην… … Dictionary of Greek
Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… … Dictionary of Greek
Τριμούρτι — Κατά την ινδουιστική θρησκευτική αντίληψη, η θεία Τριάδα που κυβερνά τον κόσμο (Τ. = Τρίμορφος). Αυτή αποτελείται από τον Βράχμα, θεό δημιουργό, τον Βισνού, συντηρητή, και τον Σίβα, καταστροφέα. Η αντίληψη αυτή είναι σύνθεση 3 τουλάχιστον από τις … Dictionary of Greek